“Παραδοσιακά” και “νέα” υλικά
13 Μαρτίου 2020
Στο τελευταίο τρίτο του 20ου αιώνα πραγματοποιήθηκε μια ποιοτική αλλαγή στο ρόλο του αρχιτέκτονα: δεν ήταν πια ένας καλλιτέχνης που δημιουργούσε με γνώμονα τη λεπτομέρεια αλλά ένας δημιουργός που έπρεπε να γνωρίζει και να οργανώνει τη διαδικασία της κατασκευής, τις τιμές της αγοράς κλπ. και ταυτόχρονα να επισημαίνει μέσα από τη διαδικασία αυτή την βασική ιδέα του σχεδιασμού του. Τα υλικά και η διαφορετική ποιότητα των υφών τους απέκτησαν ιδιαίτερη σημασία για την αρχιτεκτονική. Πρόκειται είτε για νέα υλικά που δημιουργήθηκαν από την εξέλιξη της τεχνολογίας, είτε για «παραδοσιακά» υλικά, ιδωμένα με νέα αντίληψη. Καθώς τα υλικά φέρουν σημαντικό μέρος από το νόημα ενός έργου, τα «παραδοσιακά» υλικά,όπως το τούβλο, η πέτρα και το ξύλο, είναι πια πολιτισμικές κατασκευές πού αντιπροσωπεύουν ένα συγκεκριμένο τοπίο, έναν εθνικό χαρακτήρα ή μία ηθική αξία.
Χαρακτηριστικό της μοντέρνας αρχιτεκτονικής του ’20 και του ‘30 ήταν η χρήση βιομηχανοποιημένων, οικονομικών υλικών – το σκυρόδεμα, το μέταλλο και το γυαλί – που κατέληξε σε κάποιες περιπτώσεις στην κατασκευή πανομοιότυπων κτηρίων. Αντίθετα, στην λευκή αρχιτεκτονική του πρώιμου Μοντέρνου Κινήματος, όπου τα κτήρια στέκονται σε έναν έλαφρύ σκελετό και μοιάζουν από κάποιο ουδέτερο υλικό, από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 οι πειραματισμοί με νέα υλικά, χρώματα αλλά και το φως, έχουν οδηγήσει σε νέες και ποικίλες επιφάνειες τόσο εξωτερικά όσο και εσωτερικά. Γεγονός που μπορεί να θεωρηθεί ως μια περαιτέρω εξέλιξη του μοντέρνου παρά ως ένα διάλειμμα από αυτόν. Ενώ η χρήση μετάλλου και γυαλιού στοχεύει στην καθαρή οριοθέτηση της αρχιτεκτονικής από το φυσικό περιβάλλον, τόσο με τη μορφολογία της κατασκευής όσο και με τη φύση του υλικού, η σύγχρονη αρχιτεκτονική του 21ου αιώνα αντιμετωπίζει τη φύση ως εταίρο.
Ειδικά το ξύλο και η πέτρα , γνώρισαν την δική τους αναγέννηση τόσο ως δομικά υλικά όσο και ως στοιχεία επένδυσης, με παραδείγματα όπως το Ελβετικό περίπτερο για τη Διεθνή Έκθεση του Ανόβερο το 2000, όπου ο αρχιτέκτονας Peter Zumthor εξέφρασε την αναπόσπαστη σχέση ανθρώπου, φύσης και τεχνολογίας με μία χωρική δομή που αποτελείται από ξύλινα στοιχεία από δέντρο πεύκου, ύψους 9 μέτρων, με λεπτομερή σχεδιασμό των ξύλινων στοιχείων που βοηθά στη συναρμολόγησή τους και την ελάχιστη επιπλέον στερέωσή τους με μεταλλικό σύρμα. Ή το συγκρότημα Thermal Baths (1996) στο χωριό Vals της Ελβετίας, και πάλι του Zumthor, όπου επιλέγει τον τοπικό γκριζοπράσινο λίθο (που εξορύσσεται επί τόπου) σε λεπτές πλάκες για να καλύψει τα ογκώδη μπετονένια λείψανα του υπάρχοντος κτηρίου των λουτρών, για να το συσχετίσει με το περιβάλλον τους και ταυτόχρονα να το διαφοροποιήσει από τα γειτονικά, χωρίς ιδιαίτερο χαρακτήρα, κτήρια. Ή ακόμα την περίπτωση του οινοποιείου Dominus winery (1997) στην κοιλάδαNapa της Καλιφόρνια, των επίσης Ελβετών Herzog & de Meuron, όπου στο ορθογώνιο επίμηκες κτήριο χρησιμοποιείται σαν επένδυση τοπικό πέτρωμα (βασάλτης), αλάξευτο σχεδόν μέσα σε συρμάτινο πλέγμα. Οι πέτρες όχι μόνο προστατεύουν το κτίριο από τις ακραίες διακυμάνσεις της θερμοκρασίας της περιοχής αλλά φιλτράρουν και το φως διαχειρίζοντάς το με έναν ενδιαφέροντα και διαφορετικό τρόπο.
Στο έργο του Renzo Piano εμφανίζεται και ένα ακόμη «παραδοσιακό» υλικό που έχει αναβιώσει σημαντικά τις τελευταίες δεκαετίες: η τερρακότα. Ο Piano το χρησιμοποιεί στα διαμερίσματα της Rue de Meaux, στo Παρίσι (1991) και στα Κεντρικά Γραφεία της Daimler-Benz, στο Βερολίνο (1997), εξελίσσοντας μία μέθοδο ξηρής επικόλλησης των κεραμικών πλακιδίων που επιτρέπει μια προσαρμοστικότητα στο αποτέλεσμα.
Αναπτύχθηκαν ακόμα και άλλα οικονομικά υλικά όπως προκατασκευασμένα στοιχεία από κυματοειδές πλαστικό, μέταλλο και κόντρα πλακέ. Ιδιαίτερα αποτελέσματα παράγονται από τοίχους με παραμορφωτικούς καθρέφτες, υφάσματα και αστραφτερά δάπεδα από linoleum.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον εντοπίζεται και στη χρήση νέων υλικών όπως διάφορα διαφανή υλικά. Στο εργοστάσιο και αποθήκη Ricola στο Mulhouse της Γαλλίας (1992), οι αρχιτέκτονες Herzog & de Meuron χρησιμοποίησαν τα τυπικά υλικά του Μοντερνισμού: μέταλλο, γυαλί και σκυρόδεμα. Εδώ όμως οι γυαλιστερές προσόψεις τους δεν είναι εντελώς διάφανες αλλά ημι-διαφανείς, με χρήση ημιδιαφανών πολυκαρβουνικών πανέλων τα οποία φέρουν ένα φυτικό μοτίβο. Η διαφάνεια των προσόψεων ποικίλλει ανάλογα με την ώρα της ημέρας και την ποσότητα του ηλιακού φωτός. Ο λεπτός μινιμαλιστικός χειρισμός των διαφανών υλικών εμφανίζεται στο έργο και άλλων αρχιτεκτόνων, όπως του Ολλανδού αρχιτέκτονα Wiel Arets με την Academy of Arts στο Maastricht (1993) αλλά και του Ιταλού Renzo Piano με το Maison Hermes στο Tokyo (2001), κτήρια με κοινό χαρακτηριστικό την ημι-διάφανη εξωτερική επιδερμίδα τους από υαλότουβλα. Και στις δύο περιπτώσεις ο μπετονένιος αλλά ελάχιστος φέρον οργανισμός και ο ημιδιάφανος αρχιτεκτονικός χαρακτήρας των υαλότουβλων αρθρώνουν επίσης τον χαρακτήρα του εσωτερικού χώρου.
Η διαφάνεια και η ημι-διαφάνεια είναι οι όροι με τους οποίους συζητείται στη σύγχρονη αρχιτεκτονική η οπτική διαπερατότητα του εξωτερικού κελύφους ενός κτηρίου. Τα προβλήματα που δημιουργήθηκαν στο παρελθόν από την υπερθέρμανση των εσωτερικών χώρων από έντονη ηλιοφάνεια μπορούν τώρα να αποφευχθούν χρησιμοποιώντας πολλαπλές γυάλινες στρώσεις με ελεγχόμενη διαπερατότητα, μέσω των σύγχρονων συστημάτων εξαερισμού και της σύγχρονης τεχνολογίας μονωτικού γυαλιού ή άλλου διαφανούς υλικού.
Τα στελέχη της «Delta Engineering – Σύμβουλοι Μηχανικοί» μέλος του Ομίλου «ΣΑΜΑΡΑΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ», είναι στη διάθεσή σας για οποιαδήποτε πληροφορία και διευκρίνιση για τα παραπάνω θέματα κατά τη φάση σχεδιασμού και υλοποίησης ενός έργου.
Σύνταξη κειμένου:
Πωλίνα Μπάκα, Διπλ. Αρχιτέκτων Μηχανικός, MSc | Τομέας Μελετών & Αδειοδοτήσεων Επιχειρήσεων Υγειονομικού Ενδιαφέροντος